- πλανώ
- πλανῶ, -άω, ΝΜΑ1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ.β. «ἆρ' ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ», Σοφ.)3. (μέσ. και παθ.) πλανώμαια) περιφέρομαι εδώ κι εκεί, περιπλανώμαιβ) κινούμαι ή ενεργώ με άτακτο ή ανώμαλο τρόπο («πλανημένη η φαντασία του μέσ' στο μέλλον το αργό», Σολωμ.)γ) μτφ. i) απατώμαι, γελιέμαιii) σχηματίζω εσφαλμένη κρίση για κάτι, διαμορφώνω λανθασμένη αντίληψηiii) (για φήμες, λόγια) διαδίδομαι («πολλὰ δ' ἐμπόρων ἔπη φιλεῑ πλανᾱσθαι», Σοφ.)νεοελλ.-μσν.1. γοητεύω κάποιον με την ερωτική έλξη που τού ασκώ, ξελογιάζω, αποπλανώ2. (το μέσ. και παθ.) εκκλ. ακολουθώ ψευδή διδασκαλία ή πίστη («ἐπλανήθησαν πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ)αρχ.1. (σε λόγο, ομιλία) οδηγώ κάποιον μακριά, τόν εκτρέπω από την κύρια υπόθεση2. οδηγώ σε πλάνη («τὸ ἀόριστον πλανᾷ», Αριστοτ.)3. (το μέσ. και παθ.) α) (για τα ουράνια σώματα και ιδίως για τους πλανήτες) περιφέρομαι, κινούμαι στο άπειρο διάστημαβ) (σε λόγο ή ομιλία) ξεφεύγω, εκτρέπομαι από το κύριο θέμα που μέ απασχολεί («ἡμεῑς μὲν καὶ νῡν μακροτέραν τοῡ δέοντος ἀπὸ τοῡ προτεθέντος λόγου πεπλανήμεθα», Πλάτ.)γ) είμαι αβέβαιος, άστατος («τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα», επιγρ.)δ) ενεργώ χωρίς συνέπεια και μέθοδοε) γελιέμαι από κάτι, παρανοώ («πλανᾱσθαι ταῑς ὁμωνυμίαις», Φιλόδ.)στ) οδηγούμαι σε λάθος ή σε αμαρτίαζ) (για άποψη, γνώμη) είμαι εσφαλμένος ή πλασματικός, εικονικόςη) υφίσταμαι διανοητική ή ψυχική διαταραχή, τά χάνω (α. «καὶ μὴ πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν», Ισοκρ.β. «πλανᾱται καὶ ταράττεται καὶ ἰλιγγιᾷ ὤσπερ μεθύουσα», Πλάτ.)θ) αποτυγχάνω, αστοχώ4. φρ. «πεπλανημένον τρόπον» — ατάκτως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφή τού ρ. πλαν-άομαι / -ῶμαι θα μπορούσε ίσως να παραβληθεί με ορισμένους τ. ενεστ. επαναληπτικής ή επιτατικής σημ. (πρβλ. ποτ-άομαι: πέτομαι), πράγμα, όμως, που δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή του. Μορφολογικά αλλά και σημασιολογικά προβλήματα δυσχεραίνουν την ένταξη τού ρ. πλανῶ / πλανῶμαι στην οικογένεια τόσο τών πέλαγος*, πλάξ, παλάμη*, λατ. plᾱnus «επίπεδος» όσο και τών πλήσσω*, πλάζω* (αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο αυτές οικογένειες ανάγονται πιθ. σε συγγενικές ρίζες,βλ. λ. πλήσσω). Έχει ακόμη προταθεί η σύνδεση τού ρ. με το αρχ. ισλανδ. flana «περιπλανιέμαι εδώ και εκεί». Οι συνδέσεις, επίσης, με λατ. pālor «διασκορπίζομαι, περιφέρομαι» ή με το πέλομαι δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τους τ.: planus «πλάνος, αυτός που περιφέρεται», planetae «πλανήτες», im-plano «πλανώ»].
Dictionary of Greek. 2013.